φαρυγγισμός

φαρυγγισμός
ο, Ν
ιατρ. παλαιότερη ονομασία τού φαρυγγόσπασμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pharyngismus < φάρυγξ, -υγγος + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρυγγισμός — φαρυγγισμός, ο και φαρυγγόσπασμος, ο (ιατρ.), σπασμός των μυών του φάρυγγα (σύμπτωμα πολλών νοσηρών περιπτώσεων: όγκων, υστεριών κτό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρυγγόσπασμος — ο (ιατρ.), βλ. φαρυγγισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”